[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kınık
1 Αὐρ(ήλι)ο(ς) Διομήδ̣-
ης σὺν τῇ συνβ-
ίῳ μου Πώλλῃ
ἀνεστήσαμεν
5 τῷ πενθερῷ
μου Διομήδῃ Τι[η]-
ου κὲ τῇ πεν-
θερᾷ μου Πρι-
βι ζώσῃ μνή-
10 μης χάριν.
Search Help
Contact Us