[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Çaldere
1 Αὐρ. Ἀλέξαν-
δρος Τιμοσίου
διακόνου ἀνέσ-
τησα τῇ γλυκυτά-
5 τῃ μου συνβίῳ Τα-
τι κὲ τῇ θίᾳ μου <Οὐ>α̣-
λεντίλλῃ κὲ τῇ θί-
ᾳ μου Ἀντωνί[ᾳ]
ζῶντες μνή-
10 μης χάριν.
Search Help
Contact Us