[ ] Mys.: Kyzikene, Kapu Dağ — Kyzikos (Belkız) — römisch (nach 212 n.Chr.?) — JHS 23,1903,77 Nr.8 [AE 1903,305]
1 ἀγαθ[ῇ] τύχ[ῃ]
[τῇ δοκ]ίμῃ [β]ουλῇ [
[Τροφ]ίμου Αὐρ. Ξάνθ[ος]
[Κυζι]κηνὸς πανηγ[υριάρ]-
5 [χη]ς τὸν ἑαυτοῦ ε[ὐερ]-
[γέτην Τρό]φιμον [νεική]-
[σα]ντα πυγμὴν [ἀνδρῶν τὰ]
[μ]εγάλα Ἀσ[κληπιεῖα]
[καὶ ἀγω]νοθ[ετήσαντα]
Search Help
Contact Us