[ ]
Pisid. — Killanion Pl.: Salir
1 | [Α]ὐξιλ[ί]α δούλη Τηλεμάχου |
[Ἀγ]αθόποδι κ[α]ὶ Γερμανῷ̣ ὑέσ[ι] | |
ἐ[κ] τοῦ πεκο[υ]λίο[υ]. |
1 | [Α]ὐξιλ[ί]α δούλη Τηλεμάχου |
[Ἀγ]αθόποδι κ[α]ὶ Γερμανῷ̣ ὑέσ[ι] | |
ἐ[κ] τοῦ πεκο[υ]λίο[υ]. |