[ ]
Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Dorla
1 | [Δη]μήτριος καὶ Φαῦστος ἐκόσ[μησαν τὸν πατέρα(?)] |
[α]ὐτῶν Τασοαν τὸν [πᾶσι φίλον(?)] | |
μ(νήμης) [χ(άριν)]. |
1 | [Δη]μήτριος καὶ Φαῦστος ἐκόσ[μησαν τὸν πατέρα(?)] |
[α]ὐτῶν Τασοαν τὸν [πᾶσι φίλον(?)] | |
μ(νήμης) [χ(άριν)]. |