[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik) — Altınekin-Zıvarık
1 Φλά. Ἑλ-
λάδιος
υεἱὸς Δό-
μνου πρε-
5 σβ(υτέρου) πολὺ-
κύδιμος
ἐνθάδε
κῖτε.
Search Help
Contact Us