[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik)
[Αὐρήλι(?)]-
1 ος Εἰ̣ωά-
νης Γεν-
εσίου κὲ
τῇ συνβί-
5 ου μου Χε-
λιδὼν ἀ-
νεστήσ-
αμεν μ-
νῆς χά-
10 ριν.
Search Help
Contact Us