[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Αὐρ. Μ[εν]έδημος Ἀντωνεί-
νου Αὐρ. Τάτει συμ̣βίω γλυ-
κυτάτη κὲ Μενεδήμω υἱ-
ῶ αὐτῶν μνήμης χάριν.
5 ὃς δὲ μετὰ ἡμᾶς ἕτερόν
τινα ἐπενβάλη, δώσει
τῶ φίσκω (δην.) ͵α̣.
Search Help
Contact Us