[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Αὐρ. Σεηρῖνος Αὐρ. πατρὶ
Μαρκέλλω καὶ Αὐρ.
γλυκυτάτη [σ]υμ[β]ίω̣
Γαειανῆ [․․․․․․․․]
5 μνή[μης χάριν].
Search Help
Contact Us