[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik) — Bahçesaray-Nevine
1 Αὐρ. Μηνό-
δωρος Ζωσί-
μου ἀνέστησα
τῆ γλυκυτάτη
5 μου συνβίω Οὐ-
αλεντίλλη
κὲ ἑμαυτῶ σὶ-
ν τῶ πατρὶ μ̣-
ο]υ̣ [Ζωσ]ί̣μ̣ω̣ — — —
Search Help
Contact Us