[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 ὁ ἅγιος Κο̣[ίριχος(?)]
Ἀδρόνηκος Ἀθις δο̣ύ̣λ̣ι̣
           Χ(ριστο)ῦ.
Search Help
Contact Us