[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 Α[ὐρ. ․․․]η̣ς̣ [ἀ]-
νέσ[τη]σα τῷ
γλυκυτάτῳ
μου πατρὶ Δό-
5 μνῳ ἕνεχεν
μνῆς χάριν.
      ☩
Search Help
Contact Us