[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Εὐδαίμ[ων καὶ]
Ἀλεξαν[δρία]
Ζοηδι τῇ ἰ[δίᾳ]
θρεπτῇ μνή[μης]
5    χάριν.
Search Help
Contact Us