[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 ΙΜΗΡΟϹ πρέ-
σβύ(τερο)ς ἀνέσ-
τησα τοῦ(!)
γλυκυτά-
5 του(!) μου ΟΙ
ΜΟΥ ΗΟΥ
ΤΗΤΑΟΗ
μνήμης
[χάρ]ιν.
Search Help
Contact Us