[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 Αὐρ. Μαμας
Ειμενος
Αὐρ. Δόμνῃ
γυνεκὶ γλυ-
5 κοιτάτῃ {²⁶γλυκυτάτῃ}²⁶ καὶ
αἱατῷ {²⁶ἑαυτῷ}²⁶ ζῶν
μνήμης χάριν.
Search Help
Contact Us