[ ] Gal., N. — Ankyra (Ankara) — Rom. Imp. period
1 Ποντικὸς Ἀσκληπιοῦ
δὶς φυλαρχήσας φυλῆς ἐν-
άτη[ς], ἀστυνομήσας, ἱερ-
ασάμενος τῇ πατρίδι, βου-
5 λευτ<ής>, τὸν προγονικὸν
βωμὸν κατεσκεύασεν.
χαῖρε παροδεῖτα.
Search Help
Contact Us