[ ]
Lyd., N.E. — Ioulia Gordos (Gördes) — Salur
1 | Μένανδρος Μητροφάνου Μητρο- |
δ̣ώραν τὴν ἑαυτοῦ μητέρα καὶ Μην[ο]- | |
δώραν τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα, γυνα[ῖ]- | |
[κα] δὲ Τιμοκλέους. {²vac.}² χαίρετε. |
1 | Μένανδρος Μητροφάνου Μητρο- |
δ̣ώραν τὴν ἑαυτοῦ μητέρα καὶ Μην[ο]- | |
δώραν τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα, γυνα[ῖ]- | |
[κα] δὲ Τιμοκλέους. {²vac.}² χαίρετε. |