[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ)
1 [ἔτους]
[․․․ʹ],
μην-
ὸς Αὐ-
5 δναίο-
υ ιʹ. Τρε-
βώνιο-
[ς] Θεοδώ[ρ]-
ου ἄωρε χαῖρε.
Search Help
Contact Us