[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ) — 190 AD
1 Δ̣αίο[υ]
[ἡμ]<έ>ρ(ας)(?)
καʹ {²guirlande}²
τοῦ
5 βφʹ. Μ-
[ό]νιμος
[Ἀ]λουφά̣-
[λο]υ ἄλυ-
[πε] χε͂ρε.
Search Help
Contact Us