[ ] Syr., Laodik. — Laodicea — 81-51 BC
1 Λαοδικέ[ων τ]ῆς ἱερᾶς κ[αὶ]
αὐτονόμο[υ]
ἔτους [․ʹ]
ἀγορα-
5 νομοῦντος
Πολέμ[ω]νος
ἡμιμναῖον.
Search Help
Contact Us