[ ] Syr., Laodik. — Laodicea
1 [․ Οὐ]α<λ>ε․․․(?)
[Ο]ὐα<λ>ερίᾳ Ἀ<ντ>-
[ω]νίᾳ τ[ῇ] γυνεκὶ
<ε>ὐ<σ>[εβοῦς] μν[ή]μη<ς>
5 [χά]ριν <ἀνέστησ>ε(?).
Search Help
Contact Us