[ ] Paros — Asklep.
1 [Δ]ημήρ]ιος Λατ[ί]-
μο<υ> {⁴Λάτιμος}⁴ ὑπὲρ τοῦ πε[δ]-
[ί]ου Δημυνᾶ Ἀσκλη-
[π]ιῷ Ὑπατέῳ
5 [εὐ]χήν.
Search Help
Contact Us