[ ] Pamph. — Perge (Aksu) — 3rd c. AD
1 αὖξε Πέργη,
Διόδοτος
κτίζει,
φιλοδοξεῖ,
5 νεωκορεῖ,
ἀ̣γ̣ωνοθ̣ετε̣ῖ̣!
Search Help
Contact Us