[ ] Lakonike — Sparta — 1st c. BC
[(nomen patronymicum)]
1 [ἀ]γ̣ορανόμος ἐπὶ Πασι-
 μάχου· σύναρχοι·
Κληνικίδας Κληνίκεος,
Ἀριστοκράτης
5 Ἀριστονίκου,
 Πεισίστρατος
Ἀριστίππου,
[Δα]μ̣ονικίδας
[— — — — —],
Search Help
Contact Us