[ ] Isaur. — Dalisandos (Sinabıç)
1 —άτου ἐπόησαν ἑαυτοῖς
[μὴ ἐξ][ν δέ(?)] τινι ἀναπωμάσε μετὰ
[τὴν τελευτὴν αὐ]τ[ῶν(?)].
Search Help
Contact Us