[ ]
Pisid. — Selge (Altinkaya--Zerk) — adv. Rom. Imp. period
1 | [θεοῖς Σ]εβαστοῖς καὶ [—?— τῇ πόλει](?) |
[— — — ἀγορα]νομήσας ἐκ τῶν ἰδίων τόν τε οἶκον τοῦ ζυγοστασίου ∙ καὶ [τὸν ζυγὸν μετὰ] | |
[παντὸς τοῦ κό]σμου καὶ τῶν σταθμῶν κατασκευάσας ἀνέθηκε. |