[ ]
Bith. — Nikaia (Iznik)
— — — | |
1 | [— — —]ς θυγατρὶ Σέκτᾳ Κίνκτᾳ Τυραννίδ[ι· ἐὰν δέ τις — — —] |
αὐτ[ὴ]<ν> [σκ]υλῇ, ἀποδώσει προ[στείμου] τῷ ταμε[ίῳ (δην.) —ʹ]. |
— — — | |
1 | [— — —]ς θυγατρὶ Σέκτᾳ Κίνκτᾳ Τυραννίδ[ι· ἐὰν δέ τις — — —] |
αὐτ[ὴ]<ν> [σκ]υλῇ, ἀποδώσει προ[στείμου] τῷ ταμε[ίῳ (δην.) —ʹ]. |