[ ] Lykao. — Sizma
1 [․] Αὐρ. Δοῦλ-
[ο]ς Καλπορ-
[ν]ίου, ἀνέστ-
[η]σα ἐμαυτ-
5 [ῷ] ζῶν μνήμ-
[ης χ]άριν.
Search Help
Contact Us