[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Karasenir
1 [Πε(?)]ίσων καὶ Κυρία ἐκόσ-
μησ̣[α]ν Ἀραραν τὴν
μητ[έ]ρα αὐτῶν
μ(νήμης) χ(άριν).
Search Help
Contact Us