[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Dorla
1 [Κ]λ̣α̣υδία ἐκόσμησεν Αὐ̣ρ̣. Θαλ-
αιν τὸν ἄνδρα αὐτῆς οἰκο-
νόμον ἔντειμον μνήμης
χάριν.
Search Help
Contact Us