[ ]
Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik) — Beykavağı-Kestel
1 | [․]ε[․․․ Ἀσ]κληπιάδου πρεβ(υτέρου) κὲ |
τῆς συ̣[ν]β̣ίου αὐτοῦ Οὐεναυίης. |
1 | [․]ε[․․․ Ἀσ]κληπιάδου πρεβ(υτέρου) κὲ |
τῆς συ̣[ν]β̣ίου αὐτοῦ Οὐεναυίης. |