[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Αὐρ<ή>λ(ιος) Κυρια-
κὸς Ζωτικοῦ
ἀνέστησα
τῇ γλυκυτά-
5 τῃ μου συνβί-
ῳ Ἡσυχ̣ίῃ
μνήμης χάριν.
Search Help
Contact Us