[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 Αὐρ. Δαδης Ἀ-
ππα Τατειδι
γυνεκὶ μνή-
μης χάριν
5 [κ]αὶ ἑαυτῷ ζ-
ῶν.
Search Help
Contact Us