[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 Αὐρ. Διονύσιο[ς Μ]-
ανη πατρὶ κα̣[ὶ]
Παύλῃ μητρ[ὶ ζ]-
<ω>σῃ ἀνέστησ-
5 εν μνήμης χά-
ριν.
Search Help
Contact Us