[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 Ὀρέστης καὶ Εὔτυχος ταῖς ἑ-
αυτῶν θυγατράσιν φιλοστορ-
γίας ἕνε<κεν>.
Search Help
Contact Us