[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
— — —
1 καὶ Νέαρχο[ς]
καὶ Μητρόβιο-
ς Εἰτιγα πατρὶ κ̣[αὶ]
Κακει μητρὶ ζώσ[ῃ]
5 μνήμ-
ης χ̣ά̣ρ̣[ιν].
Search Help
Contact Us