[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 σῆμα τόδ’ ἔστη-
[σ]αν αἰώνιον οἶ-
κον ἑαυτοῖς Παρ̣-
θέ[ν]ις καὶ Λαδίκε[ια]
5 ζῶντ[ες]· ὁμοφρ[ο]-
σύνη ἡ̣ [μὲ]ν Καισ[α]-
ρείας π̣[άτ]ρης, ὁ δ[ὲ]
Λαοδιε]ίας.
εἰ δέ τις τῷ τ̣[ά]-
10 φῳ ἕτερον το[λ]-
μ̣ήσει κηδεῦσ[αι]
προστείμου τ[α]-
μείῳ δώσει (δην.) {²vac.}².
Search Help
Contact Us