[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Ἀρ. Ἀνβρόσις <σ>ὺν τῇ
συνβίῳ αὐτοῦ Λον-
γίλλῃ ζῶντες ἀν-
έστησαν τὸν τίτλο-
5 ν μνήμης χά-
ριν.
Search Help
Contact Us