[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Δίδυμος Ἰουλί-
ας Παύλης θρεπτὸς
Τειμοθέῳ καὶ Ῥού-
φῳ τέκνο<ι>ς γλυκυ-
5 τάτοις μνήμης χά-
❦ριν. ❦
Search Help
Contact Us