[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 [Α]ἴλιον Ν̣αίουι-
[ο]ν Ἐπ[άγ]αθον ἀ-
γορα[νο]μήσαν-
τα ἐνδ[όξ]ως υἱὸν
5 Αὐρ. Τρ[αι]ανοῦ οἱ
προστ[άτ]αι φυ-
λῶν Σ[εβ(αστῶν)] τὸν ἑ-
αυτῶν [πα]τρῶνα
καὶ εὐε[ργ]έτην.
Search Help
Contact Us