[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Sarayönü
1  Ἀυρ.
Φρού<γι>-
ος Νεστορι-
ανοῦ π<ρωτ>οκ-
5 ωμήτης
Παρεθθων
Υοη Ὀρονδί-
ῳ ε̣ὐ̣χ̣ή̣ν.
Search Help
Contact Us