[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
a.1 Λόνγος Δ[ι]-
[ονυσ]ου [ἱερ]-
[ε]ὺ̣ς̣ ὑπὲρ κα[ρ]-
πῶν πανεπηκόῳ
5 θεῷ
b.1 Λόνγος
Διονυσίο[υ]
[ἱε]ρεὺς Σώσζον-
τι {²⁶Σώζοντι}²⁶ εὐχήν.
Search Help
Contact Us