[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Demiroluk-Kındıras — JHS 11.1890.165,25
1 [Σουσ]ου τῇ
συ<μ>βίο<υ> {⁴σύβιος}⁴ Παύ-
λᾳ̣ κὲ Μηνο-
δώρου τοῦ τέ-
5 κνου μου
ἀνέστησα
μνήμης χά-
 ριν.
Search Help
Contact Us