[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Osmancık — JHS 11.1890.163,18
1 [Αὐρ.(?)] Κόνων
[π]ρεσβ[ύ]-
[τ]ερος [ἀ]-
νέστη[σ]-
5 α τοῦ γλ[υκ]-
υτάτου [μ]-
[ο]υ υεἱοῦ [κὲ]
[ἐμ]α̣υτ̣<ο>ῦ <μ>ν-
[ή]μης χά-
10 [ρι]ν.
Search Help
Contact Us