[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
— — —
1 τὸν βωμὸν ἀδικήσει
ἢ καὶ περὶ τὸν τά-
φον τι, ὀρφανὰ τέκνα λίποι-
τον {²⁶λίποιτο}²⁶, χῆρον βίον, οἶκον ἔ-
5 ρημον.
Search Help
Contact Us