[ ] Phryg. — Eumeneia (Işıklı)
[Μύρισμος κατεσκεύα]-
[σεν τὸν βωμὸν ἑαυτῶ]
1 καὶ Τατία τῆ γυναι[κὶ· εἰ]
δέ τις ἕτερος ἐπιχε[ι]-
ρήσει χωρὶς τοῦ υἱοῦ
μου Μυρίσμου θήσει
5 ε̣ἰς τὸν φίσκον (δην.) ͵βφʹ.
Search Help
Contact Us