[ ] Gal., N. — Gündoğdu (form. Ağzıkara) — Byzantine period
1 ἔνθα κατά-
κιτε ἡ δούλη
τοῦ θ(εο)ῦ ἡ [σε]-
μνοπρε-
5 πεστάτ[η]
Ἠλιαν[ή].
Search Help
Contact Us