[ ] Gal., N. — Karacaören (frm. Karakilise) — Rom. Imp. period
1 [Π]ατροεῖνα Ποντικο-
Δημητρίου Μάνου
τῷ ἰδίῳ γλυκυτάτῳ ἀ-
νδρὶ ἀνέστησα μνή-
5 μης χάριν. ∙ Ἄτταλος
Δημη]ρίου υἱὸς θετ-
ὸς καὶ γ[α]μβρὸς ἀνεσ-
τήσαμεν.
Search Help
Contact Us