[ ] Gal., S. — Selmea (Kuzören)
1 [καὶ {²ἡ δεῖνα}² — — —]ου ἡ γυνὴ αὐτοῦ ζῶντες ἑαυτοῖς κατεσκε|ύασαν [— — —]
[— — — δό]λω πονηρῶ ποιήση ἢ κακοποιήσηταί τι ἀποτείσε[ι — — —]
Search Help
Contact Us