[ ]
Gal., S. — Selmea (Kuzören)
1 | [— — —]ς̣ Γαίου κὲ Αὐρ. Μαννια Εὐξένου ἑαυτοῖς |
[— — — τὴν σο]ρ̣ὸν [τα]ύ[την] κατεσκεύασαν. |
1 | [— — —]ς̣ Γαίου κὲ Αὐρ. Μαννια Εὐξένου ἑαυτοῖς |
[— — — τὴν σο]ρ̣ὸν [τα]ύ[την] κατεσκεύασαν. |